- γραφόμενος
- γράφωscratchpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρματολισμός — ο ο θεσμός και η δράση των αρματολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρματολός*. Ο τ. αρματολισμός (γραφόμενος ως αρματωλισμός) μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο] … Dictionary of Greek
εσνάφι — το 1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών 2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί τού εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
ՆԿԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 2 0430 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.գ. γραφόμενος, γραφεύς, ζωγράφος pictor. Որ նկարէ. պատկերագիր. պատկերահան. նկարակերտ. արծնիչ. ... *Ետուն ցհիւսունս, ցնկարիչս, ցճարտարս. ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Բ. 12: *Գործ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)